- μογγολισμός
- ο(λ. γαλλ.) (ιατρ.), διαταραχή του οργανισμού κατά την οποία το πάσχον άτομο έχει ένα επιπλέον χρωματόσωμα και χαρακτηριστική επιπεδωμένη εμφάνιση του προσώπου με σχισμοειδής οφθαλμούς, αλλ. σύνδρομο Nτάουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.